- μηδοφόνος
- μηδοφόνος, -ον (Α)αυτός που φονεύει ή φόνευσε τους Μήδους2. (για τόπο) αυτός όπου φονεύθηκαν πολλοί Μήδοι («Μηδοφόνος Πλάταια», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μηδοφόνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνον — Μηδοφόνος masc/fem acc sg Μηδοφόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνον — Μηδοφόνος masc/fem acc sg Μηδοφόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνου — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνου — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνους — Μηδοφόνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνους — Μηδοφόνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνων — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνων — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)